σκουριασμένος

σκουριασμένος
η , ο
1) ржавый, заржавленный; 2) перен. устаревший, консервативный, регрессивный;

σκουριασμένες ιδέες — изжитые, устаревшие идеи;

σκουριασμένο μυαλό — консерватор; — ретроград (книжн.)


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "σκουριασμένος" в других словарях:

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • ιίζω — ἰίζω (Α) μοιάζω με σκουριά, είμαι σκουριασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰός (IV) «σκουριά» + κατάλ. ίζω (πρβλ. αρχ ίζω, ριπ ίζω)] …   Dictionary of Greek

  • ιούμαι — ἰοῡμαι, όομαι (Α) [ιός (ΙV)] 1. (αμτβ.) σκουριάζω, πιάνω σκουριά ή είμαι σκουριασμένος 2. (το ενεργ. μτβτ.) ἰῶ, όω καθιστώ κάτι σκουριασμένο, σκουριάζω κάτι, δημιουργώ σκουριά σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • ιώδης — (I) ες (Α ἰῶδης, ες) [ίον] 1. αυτός που έχει το χρώμα τού ίου, ιόχρους, μενεξεδής 2. το ουδ. ως ουσ. το ιώδες α) το χρώμα που παράγεται από την ανάμιξη τού ερυθρού και τού κυανού, ως οπτικών αισθημάτων β) είδος τών ιωδών χρωστικών, με… …   Dictionary of Greek

  • πολυσκουριασμένος — η, ο, Ν (κυρίως στον Ερωτόκρ.) πολύ σκουριασμένος …   Dictionary of Greek

  • σκουριάζω — σκουριάζω, σκούριασα, σκουριασμένος βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αγυάλιστος — η, ο 1. αυτός που δε γυαλίστηκε, ο θαμπός ή σκουριασμένος: Άφησες τα μπρούντζα αγυάλιστα. 2. ακαθάριστος, αμπογιάντιστος: Ξέχασες τα παπούτσια σου αγυάλιστα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατασκουριασμένος — η, ο ο πολύ σκουριασμένος: Η πρόκα αυτή είναι κατασκουριασμένη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκουριάζω — σκούριασα, σκουριασμένος 1. μτβ., κάνω κάτι να σκουριάσει: Η υγρασία σκουριάζει τα σιδερένια εργαλεία. 2. αμτβ., αποκτώ σκουριά: Σκούριασε η σιδερένια πόρτα που δεν είχε βαφεί. 3. φρ., «σκουριασμένες ιδέες», αναχρονιστικές και οπισθοδρομικές… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»